- απαλόφρων
- ἁπαλόφρων, -ον (Α)αυτός που έχει απαλά, τρυφερά αισθήματα, ήπιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἁπαλόφρων — softhearted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπαλόφρονα — ἁπαλόφρων softhearted neut nom/voc/acc pl ἁπαλόφρων softhearted masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπαλόφρονας — ἁπαλόφρων softhearted masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαλο- — (AM ἁπαλο ). [ΕΤΥΜΟΛ. < απαλός. Χρησιμεύει ως α συνθετικό αρκετών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και σημαίνει τον απαλό, τον τρυφερό, τον μαλακό σε σχέση προς αυτό που δηλώνει το β συνθετικό της λέξης. Πρβλ. απαλόσαρκος,… … Dictionary of Greek
απαλός — ή, ό (AM ἁπαλός, ή, όν) 1. μαλακός στην αφή, τρυφερός 2. (για πρόσωπα) αβρός, τρυφερός νεοελλ. 1. (για χρώματα) όχι έντονος, ανοιχτός 2. (για ήχους) χαμηλός, ξεκούραστος, διακριτικός 3. φρ. «εξ απαλών ονύχων» από την πολύ μικρή, την παιδική… … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek